Οι τραγωδίες μας κτύπησαν την πόρτα. Ακόμα και αν δεν τους ανοίξαμε, την έσπασαν και μπήκαν.
Παρέσυραν στο διάβα τους ότι βρήκαν, μας άφησαν εκεί στο πάτωμα μισοπεθαμένους, να αναρωτιόμαστε αν είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Ανεβήκαμε σε πανύψηλα βουνά, πιστέψαμε ότι θα βρούμε μια στιγμή ηρεμίας, να αναπολήσουμε το μέλλον, να σκεφτούμε το παρελθόν. Να δούμε τι δεν κάναμε σωστά, τι
πήγε λάθος.
Εκεί οι θύελλες ήταν ακόμα πιο δυνατές χωρίς καμιά διάθεση να κοπάσουν. Για να προστατευτούμε μπήκαμε σε μια σπηλιά, αρχικά τα πράγματα φάνταζαν πολύ καλύτερα. Μείναμε μόνοι στην παγωμένη σπηλιά, με μοναδική συντροφιά τις σκέψεις μας.
Καθημερινά σιγομουρμουρούσαμε στον εαυτό μας την καταδίκη μας.
Μαζί μας ήταν όσα μας αγχώνουν, οι εφιάλτες μας και κάθε λογής πράγματα που δεν μας αφήνουν τα βράδια μόνους. Οι σκιές άλλοτε μας φόβιζαν και άλλοτε μας έκαναν παρέα.
Λέγαμε και ξαναλέγαμε τις ιστορίες του παρελθόντος. Πλάθαμε, αναπλάθαμε το μέλλον σε όλες τις τραγικές του μορφές. Τις λέγαμε μόνο στον εαυτό μας γιατί πιστεύαμε ότι δεν πρέπει να ειπωθούν, ποτέ σε κανένα και για κανένα λόγο.
Πιστεύαμε ότι είναι οι καταραμένες λέξεις που συνθέτουν την μαύρη σελίδα της ζωής μας. “Κανένας δεν θα με καταλάβει” ήταν η πρόταση που επαναλαμβάναμε.
Ωκεανοί από δάκρυα δεν στάθηκαν ικανά να απαλύνουν τον πόνο.
Θυμώναμε με τον εαυτό μας, με τον κόσμο που αν και δεν του μιλήσαμε ποτέ, δεν μας καταλάβαινε.
Μια μέρα οι πιο δυνατοί από εμάς, ομολογήσαμε στον εαυτό μας ότι μας κούρασε η απομόνωση και αποφασίσαμε να βγούμε από την σπηλιά. Αποφασίσαμε να ανοίξουμε την καρδιά μας, να μιλήσουμε σε ανθρώπους που μας καταλαβαίνουν, χτυπημένους από άλλες θύελλες. Με ανθρώπους που κατοικούσαν σε άλλα βουνά στις δικές τους σπηλιές.
Αρχικά μας θάμπωσε το φως, φοβηθήκαμε, κάναμε ένα βήμα προς τα πίσω, όμως συνεχίσαμε. Ο ήλιος έλαμπε όσο ποτέ.
Αφού καταφέραμε να κατεβούμε από την κορφή του βουνού ο άνεμος καταλάγιασε. Στον δρόμο για την πεδιάδα βρήκαμε και άλλους οδοιπόρους. Άλλοι ανέβαιναν το βουνό και άλλοι κατέβαιναν.
Μερικοί έκαναν πως δε μας είδαν, άλλοι ότι δε μας άκουσαν, κάποιοι φοβήθηκαν και έφυγαν, άλλοι μας κατηγόρησαν, κριτίκαραν, φώναξαν.
Μιλήσαμε με όσους είχαν την δύναμη και την θέληση να ακούσουν, σε μερικούς ανοίξαμε την ψυχή μας.
Συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι που ένας μας έκανε νεύμα να συνεχίσουμε μαζί του. Τα μάτια του έδειχναν κατανόηση και τα λόγια του ζεστασιά.
Καθίσαμε το βράδυ μαζί, γύρω από την φωτιά, κάτω από τον λαμπερό από άστρα ουρανό. Μοιραστήκαμε ιστορίες, τις δυσκολίες της ζωής, τους φόβους μας, τις ανασφάλειες μας.
Είπαμε ότι δεν θεωρούσαμε πως μπορεί να ειπωθεί με λόγια. “Τουλάχιστο αλάφρυνε η ψυχή μας” σκεφτήκαμε.
Αντίθετα με όσα πιστεύαμε, δε μας κριτίκαρε, δεν φοβήθηκε, δε μας αγνόησε, δεν έφυγε.
Μας άπλωσε το χέρι, ο ουρανός έσμειξε με την γη. Τα άστρα έγιναν μάτια και αντανακλούσαν κόσμους. Το φως διαπέρασε τους οφθαλμούς και απάλυνε την ψυχή. Οι μαύρες σελίδες έγιναν μνήμες, θάλασσες χωρίς τρικυμία.
Ο ήλιος ανέτειλε δυνατότερος από ποτέ και μαζί συνοδοιπόροι, χέρι χέρι, συνεχίσαμε τον δρόμο μας στο φως.
- Η αξία της ζωής - 13 Αυγούστου, 2019
- Σνουζ - 20 Αυγούστου, 2018
- Η φωνή - 11 Αυγούστου, 2018
Για να βρούμε το φως στη ζωή μας, πρέπει να μοιραστούμε τα σκοτάδια μας.
Πολύ συμβολικό κείμενο