Με πανοπλία

Η πανοπλία είναι βαριά, ο στρατιώτης κάθισε να ξεκουραστεί, η μάχη είχε τελειώσει.

Μα η πανοπλία ήταν εκεί να του πιέζει την καρδιά να του θυμίζει τα ουρλιαχτά, τον πόνο, τους νεκρούς.

Η ματωμένη πανοπλία του βάραινε την ψυχή.

Αποφάσισε να την καθαρίσει, χρησιμοποίησε ότι καλύτερο είχε, τον βοήθησαν οι καλύτεροι μάστορες. Η πανοπλία έλαμπε, ήταν μεγαλοπρεπής και εκθαμβωτική, ο στρατιώτης χαρούμενος άκουγε τον κόσμο να τον θαυμάζει για την υπέροχη πανοπλία, όμως συνάμα δεν τον προσέγγιζε σχεδόν κανένας.

Η χαρά του δεν κράτησε πολύ, οι μνήμες ξύπνησαν ξανά, τα σωθικά του πιέζονταν και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, η ζέστη αφόρητη. Σκέφτηκε να την βγάλει όμως φοβόταν πολύ, τι θα γίνει αν οι χωρικοί τον κτυπήσουν, τι θα γίνει αν ξαφνικά ξεσπάσει ακόμα ένας πόλεμος;

Αυτό, όμως, που φοβόταν περισσότερο ήταν η πιθανότητα να αρχίζει ο κόσμος να τον πλησιάζει, τι θα γίνει όταν δουν πως κάτω από την λαμπερή πανοπλία κρυβόταν ένας ακόμα άνθρωπος με αδυναμίες και ευαισθησίες;

“Όχι δεν θα την βγάλω ποτέ” σκέφτηκε, αν και στην πραγματικότητα ήθελε να κάνει φίλους, να αγαπήσει, να ερωτευτεί.

Τα χρόνια πέρασαν, όμως κανένας δεν τον κτύπησε, δεν βρέθηκε σε καμία μάχη, δεν διέτρεξε κανένα κίνδυνο, δεν τον πλησίασε κανένας άνθρωπος.

Οι εφιάλτες παρέμεναν, η δυσφορία επέμενε και δεν έβλεπε καμία διέξοδο, η πανοπλία είχε πλακώσει τον κόσμο όλο.

Δεν μπόρεσε να ζήσει γιατί φοβόταν να πεθάνει.

Γράφει:
Παύλος Κωνσταντίνου

Όσοι θέλετε να αναδημοσιεύσετε κάποιο άρθρο, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.
© 2017 – noarmour.com - All Rights Reserved
error: Content is protected !!