Τι σημαίνει η λέξη ηθική; Η ηθική είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε κατά κόρον στην καθημερινότητα μας. Είναι τόσο οικεία και γι’ αυτό το λόγο πολλοί από εμάς την προσπερνούμε χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης έννοιας. Η έννοια της ηθικής είναι όμως τόσο περίπλοκη που θα ήταν αδύνατο να δοθεί ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός. Υπάρχουν τόσες ηθικές θεωρίες και θεάσεις του κόσμου ώστε αυτό να φαίνεται αδύνατο.
Σύμφωνα με τον Σωκράτη πάντως, όταν μιλάμε για ηθική «δεν μιλάμε για ασήμαντο ζήτημα αλλά για το πώς πρέπει να ζει κανείς». Η ηθική προσπαθεί να οριοθετήσει το «καλό» ώστε να μπορεί να αξιολογήσει μια πράξη ως «καλή» ή «κακή». Η ηθική μας υπαγορεύει ότι πρέπει να πράττουμε το καλό και να μην πράττουμε το «κακό». Με ποιο τρόπο όμως θα μπορούσε να οριοθετηθεί το καλό; Υπάρχει μια κοινώς αποδεκτή έννοια του καλού; Σε αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι ίσως ούτε το «καλό» θα μπορούσε να οριστεί με τρόπο που να γίνεται καθολικά αποδεκτό.
Υπάρχουν πολλά άλυτα ηθικά ζητήματα τα οποία αποδεικνύουν την θέση ότι το «τι είναι καλό» δεν μπορεί να είναι πάντα καθολικά αποδεκτό. Για παράδειγμα, σε ένα ζήτημα όπως είναι η ευθανασία – μετά από αίτημα ασθενή να τερματιστεί η ζωή του – οι απόψεις διίστανται για το τι είναι «καλό» να πράξουμε. Νομικά μπορεί να είναι απαγορευμένη η ευθανασία στις περισσότερες χώρες, αλλά οι ηθικές απαντήσεις δεν μπορούν να πείσουν όλες τις πλευρές. Η στάση της κοινωνίας απέναντι στο «τι είναι καλό» να πράξουμε σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να αλλάξει, σε βάθος χρόνου αυτή η αλλαγή ενδεχομένως να αντικατοπτριστεί και στη νομοθεσία της συγκεκριμένης χώρας στην οποία επήλθε αυτή η αλλαγή.
Υπάρχει όμως μια αρχή η οποία φαίνεται να αποτελεί – τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο – ένα ελάχιστο σημείο σύγκλισης της ηθικής. Αυτή η αρχή είναι η αρχή του σεβασμού της αυτονομίας. Μια πράξη δεν θα μπορούσε να είναι καλή αν δεν σέβεται την αυτονομία ενός προσώπου.
Για τον Ιμμάνουελ Καντ η ηθική στηρίζεται στην αυτονομία της βούλησης του προσώπου – στην ικανότητα του προσώπου να θέτει και να ακολουθεί νόμους με βάση τη δική του ελεύθερη βούληση. Οι νόμοι αυτοί όμως θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με την κατηγορική προσταγή του Καντ, δηλαδή: «με τον γνώμονα εκείνο με τον οποίο μπορείς συγχρόνως να θέλεις να γίνει καθολικός νόμος». Ένα παράδειγμα στο οποίο δεν θα μπορούσε η πράξη μας να γίνει καθολικός νόμος είναι το «ψεύδος». Ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες ψευδόμαστε για τους «σωστούς λόγους», δηλαδή για να προστατεύσουμε ένα άλλο πρόσωπο, για τον Καντ σφάλλουμε, αφού το «ψεύδος» δεν θα μπορούσε να καταστεί καθολικός νόμος. Στο ερώτημα γιατί δεν μπορεί να καταστεί καθολικός νόμος το ψεύδος η απάντηση είναι απλή. Αν όλοι οι άνθρωποι ψεύδονταν, τότε το ψεύδος θα έπαυε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, αφού θα αυτοαναιρείτο η ίδια η δυνατότητα να ψευδόμαστε, εφόσον κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει τα λεγόμενα ενός άλλου προσώπου.
Μια άλλη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής του Καντ είναι η ακόλουθη: «πράττε έτσι, ώστε να χρησιμοποιείς την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο κάθε άλλου ανθρώπου, πάντοτε συγχρόνως ως σκοπό και ουδέποτε απλώς και μόνον ως μέσον». Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε ένα άτομο μονάχα ως αντικείμενο για να επιτύχουμε εμείς τους δικούς μας σκοπούς ή στόχους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουμε την «πραγματική ενημερωμένη συγκατάθεση» του και άρα να σεβαστούμε τους σκοπούς που θέτει η δική του βούληση για τον εαυτό του. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ενός υπαλλήλου ο οποίος μας παρέχει μια υπηρεσία, μπορεί να τον «χρησιμοποιούμε» για να πετύχουμε τον σκοπό μας, π.χ. την κατασκευή του σπιτιού μας, όμως σε αυτή την περίπτωση ο εν λόγω υπάλληλος έχει εισέλθει σε μια άτυπη ή τυπική συμφωνία μαζί μας ώστε να επιτύχει και αυτός τους δικούς του σκοπούς όπως είναι το οικονομικό όφελος που θα έχει.
Μια άλλη κλασική θέση για το ίδιο ζήτημα της αυτονομίας αποτελεί η θέση του Τζον Στιούαρτ Μιλ ο οποίος όπως αναφέρει «η μόνη ελευθερία άξια του ονόματός της είναι εκείνη που μας επιτρέπει να επιδιώκουμε το καλό μας με τον δικό μας τρόπο, αρκεί να μην επιχειρούμε να στερούμε από τους άλλους το δικό τους καλό ή να τους παρεμποδίζουμε στην απόκτησή του. Ο καθένας είναι κατάλληλος φύλακας της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του». Επιπρόσθετα, ο Μιλ τονίζει ότι ο «ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο δύναται να ασκηθεί δικαιωματικά η εξουσία πάνω σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, ενάντια στη θέληση του, είναι να προληφθεί η βλάβη στους άλλους. Το δικό του καλό, είτε σωματικό είτε ηθικό, δεν συνιστά επαρκή προϋπόθεση».
Με βάση τα άνωθεν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο σεβασμός της αυτονομίας και της ελεύθερης βούλησης των άλλων προσώπων αποτελεί καίριας σημασίας κριτήριο για την αξιολόγηση μιας πράξης ως ηθικής. Φυσικά, όπως διαφαίνεται, δεν μπορεί αυτή η αυτονομία να μεταφραστεί ως μια ασύδοτη ελευθερία χωρίς κανένα όριο. Ο σεβασμός της ελεύθερης βούλησης και της αυτονομίας του προσώπου σταματά εκεί ακριβώς που παραβιάζεται το καλώς νοούμενο συμφέρον και η ελευθερία ενός άλλου προσώπου. Συμπεραίνουμε, με σχετική ασφάλεια, ότι αν χρησιμοποιούμε το άλλο πρόσωπο μονάχα ως μέσο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν πράττουμε ηθικά αλλά ανήθικα. Αυτή ακριβώς η θέση του «σεβασμού της αυτονομίας» αποτελεί ίσως το ελάχιστο σημείο σύγκλισης που απαιτείται και στο οποίο επιχειρείται να στηριχθούν τα θεμέλια μιας καθολικότερα αποδεκτής έννοιας της ηθικής.
Γράφει:
Παύλος Κωνσταντίνου
Όσοι θέλετε να αναδημοσιεύσετε κάποιο άρθρο, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.
- Οδηγός για θηρευτές ονείρων - 8 Αυγούστου, 2023
- Αριστερά ή Δεξιά, το αιώνιο πρόβλημα - 22 Ιουνίου, 2023
- Η γραμμή τερματισμού - 28 Νοεμβρίου, 2022