Η μελωδία από το ξυπνητήρι ακούστηκε ξανά αποκρουστική και βασανιστική, έπαψε όμως προ πολλού να είναι μελωδία για τα αυτιά του. Έπαψε να είναι η ευχάριστη συνέχεια γλυκών ήχων και ρυθμού την πρώτη μέρα που τον ξύπνησε. Από τότε πάει πολύς καιρός, σταδιακά ασχήμιζε, αγρίευε…Τώρα είναι ένας βασανιστικός θόρυβος, ένας δυνάστης που μαστιγώνει τα αυτιά και τον σπρώχνει έξω από τα γλυκά του όνειρα, έξω από την ζεστασιά του κρεβατιού.
Ο θόρυβος ηχούσε στα αυτιά του με τόση μανία που τον έπιασε αναγούλα, πάτησε σνουζ, του άρεσε να αναβάλλει πράγματα και καταστάσεις και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μπορούσε να αναβάλει, άσε που κάποτε είχε διαβάσει σε μια έρευνα ότι οι άνθρωποι που πατάνε αναβολή στο ξυπνητήρι είναι εξυπνότεροι από τον μέσο όρο. Στην ίδια έρευνα κατάλαβε πως είναι Κουκουβάγια σε θέματα ύπνου, του άρεσε να ξυπνάει αργά και να κοιμάται τα ξημερώματα… “Ας όψεται η ανάγκη” μονολόγησε στον εαυτό του “ας όψεται η ανάγκη!..”
«Οι άνθρωποι κουκουβάγιες είναι πιο ευφυείς…» Η εικόνα μιας κουκουβάγιας να πετά στον νυχτερινό ουρανό άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του… Ο μανδύας του ύπνου έπεσε ξανά πάνω από τα βλέφαρα του και ξαφνικά αυτός ο ΉΧΟΣ, αυτός ο σατανικός θόρυβος, πέταξε τον μανδύα από τα μάτια του στο πάτωμα μαζί με την κουκουβάγια των ονείρων του, η οποία ψόφια πλέον κειτόταν στο πάτωμα δίπλα ακριβώς από τον μανδύα. Μετά από μερικά σνουζ και μερικές αναβολές… και αφού η ώρα ήταν πλέον 7:02 σηκώθηκε νωθρά από το κρεβάτι.
Πήγε να βουρτσίσει τα δόντια του, πού τέτοια τύχη όμως, η οδοντόπαστα είχε τελειώσει εδώ και μερικές μέρες και το είχε ξεχάσει. Έβρισε το άδειο σωληνάριο, είπε και κάτι για την τύχη του αλλά συνέχισε απτόητος, έβαλε την οδοντόβουρτσα στο στόμα του και συνέχισε κανονικά την ρουτίνα του, χωρίς οδοντόπαστα, τίποτα δεν μπορούσε να του σταματήσει αυτή την πρωινή τελετουργία.
Ντύθηκε στα γρήγορα με ρούχα εμφανώς ασιδέρωτα, μήπως ήταν και άπλυτα; Δεν θυμόταν, τα μύρισε, «μια χαρά είναι» είπε. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, όχι δεν φαινόταν ασιδέρωτος, τουλάχιστον δεν φαινόταν πολύ ασιδέρωτος. Είχε μάθει να κοροϊδεύει τον εαυτό του, έτσι εκείνη την στιγμή δεν το σκέφτηκε περαιτέρω το θέμα.
Έτρεξε στο ψυγείο, ήθελε να φτιάξει καφέ, πήρε το κουτί με το γάλα, για την ακρίβεια πήρε το κουτί χωρίς το γάλα, ήταν και αυτό άδειο… «Δεν πειράζει, θα φτιάξω καφέ χωρίς γάλα» σκέφτηκε, δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έπινε τον καφέ του χωρίς γάλα, όμως βλαστήμησε την τύχη του όταν είδε πως και ο καφές είχε τελειώσει. Εδώ και μερικές μέρες προγραμμάτιζε να πάει για ψώνια αλλά δεν πήγαινε, πάντα κάτι του τύχαινε. «Καφές χωρίς καφέ δεν γίνεται» μονολόγησε.
Πήρε το κινητό του και βγήκε από το σπίτι, κοίταξε την ώρα, ήταν 7:34, το μάτι του όμως έπεσε και στο ποσοστό της μπαταρίας, 7%, ξέχασε να το φορτίσει το προηγούμενο βράδυ, το ανάβαλλε μέχρι που αποκοιμήθηκε, «και η μπαταρία άδεια», βλαστήμησε την τύχη του και συνέχισε τον δρόμο του.
Οκτώ ακριβώς έπρεπε να βρίσκεται στην δουλειά. Περπάτησε για καμιά διακοσαριά μέτρα, έφτασε στην στάση του λεωφορείου, στην οποία, εκείνη την στιγμή, δεν βρισκόταν κανένας άλλος.
7:40 ανέβηκε στο λεωφορείο, αδειανό και αυτό, κάθισε σε μια διπλή αδειανή θέση. Στην επόμενη στάση το λεωφορείο σχεδόν γέμισε, όλες οι θέσεις ήταν γεμάτες εκτός από τη διπλανή του η οποία παρέμεινε αδειανή. Παρέμενε μόνος μέσα στο πλήθος.
7:45 κατέβηκε από το λεωφορείο, είχε να περπατήσει ακόμα λίγο μέχρι τη δουλειά. Στον δρόμο κανείς, όλα έμοιαζαν έρημα.
7:52 ήταν ήδη στο ασανσέρ και ανέβαινε στον 7ο όροφο, το ασανσέρ ήταν αδειανό, ήταν ολομόναχος, «σπάνιο πράγμα», μονολόγησε στον εαυτό του.
7:55 καθότανε στο γραφείο, κοίταξε γύρω του, ένα δωμάτιο αδειανό, τέσσερις τοίχοι, ένα παράθυρο, ένα γραφείο στο κέντρο του δωματίου και η καρέκλα στην οποία είχε καθίσει. Κοίταξε πάνω στο γραφείο του, αδειανό και αυτό, ούτε μια κόλλα χαρτί, ούτε ένα στυλό ή έστω ένα μολύβι. Μονάχα ένα κατάλευκο τηλέφωνο στο κέντρο του γραφείου, «περίεργο» σκέφτηκε.
Αφουγκράστηκε, ούτε ένας ήχος από τα διπλανά γραφεία, ούτε ένας ήχος. Έτρεξε στο παράθυρο, κοίταξε έξω, οι δρόμοι αδειανοί, ούτε ένας πεζός ούτε ένα αυτοκίνητο. Ξανακάθισε στο γραφείο. «Περίεργο, πολύ περίεργο» ξανασκέφτηκε.
Και ξαφνικά το τηλέφωνο… Το τηλέφωνο, ακούστηκε… Το τηλέφωνο έβγαζε ένα διαβολεμένο ήχο, ένα ήχο σατανικό, ένα θόρυβο βασανιστικό, γύρισε στο πλάι και πάτησε για άλλη μια φορά σνουζ. Σνουζ στη ζωή. Σνουζ στη μάχη της επιβίωσης…
Αναβολή στην αναβολή, «η δουλειά μπορεί να περιμένει» σκέφτηκε, «αύριο θα ψάξω για δουλειά, αύριο», σνουζ, σνουζ… Ξαφνικά είδε ξανά την ώρα… Ξαφνικά ξύπνησε, έτρεξε στο μπάνιο, «αδειανή οδοντόπαστα» είπε, «το σωληνάριο της οδοντόπαστας είναι αδειανό» διόρθωσε τον εαυτό του, του άρεσε να χρησιμοποιεί σωστά τον λόγο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ασιδέρωτος, «ίσως όχι και τόσο», μονολόγησε, πήρε το γάλα από το ψυγείο αδειανό, ο καφές αδειανός, η στάση αδειανή, η ζωή…
ΑΝΑΒΟΛΗ…
ΣΝΟΥΖ…
ΑΝΑΒ…
ΣΝΟ…
ΑΝ… ΑΝ… ΑΝ…ΑΝ…
Σ…Σ…Σ…
ΑΝ…
Σ…
…
..
.
Γράφει:
Παύλος Κωνσταντίνου
Όσοι θέλετε να αναδημοσιεύσετε κάποιο άρθρο, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.
- Η αξία της ζωής - 13 Αυγούστου, 2019
- Σνουζ - 20 Αυγούστου, 2018
- Η φωνή - 11 Αυγούστου, 2018